- σταβλίζομαι
- σταβλίστηκα, καταλύω σε στάβλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταβλίζομαι — σταβλίζομαι, σταβλίστηκα, σταβλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής